Η Αυλή
Γιορτάζοντας την ξεγνοιασιά, με το ποτήρι του κρασιού γεμάτο και την σκέψη να παραφρονεί. Να σκέφτεσαι μόνο το άπυρο και την αθανασία της στιγμής. Να δροσίζεσαι κάτω από τον πλάτανο και να παρατηρείς τον ορίζοντα που αλλάζει παραστάσεις και χρώματα.
Η γιορτή ξεκίνησε, με τους καλεσμένους να φτάνουν με καμπυλωμένες τις ράχες τους και να ακουμπούν τα πανωφόρια στα κλαδιά των φυλλοβόλων δέντρων. Προχωρούσαν σιγά σιγά προς την αυλή και διασκορπίζονταν ψάχνοντας να βρουν την τεμπελιά. Κατά περιόδους άφηναν για λίγο τον ίσκιο των δέντρων και μετέφεραν την γερασμένη τους μορφή προς τον μπουφέ. Εκεί δεν δίσταζαν να χώνουν τα δάχτυλά τους στο βούτυρο και να κουτσομπολεύουν με τους διπλανούς τους για την ποιότητα του και τις αναμνήσεις τους από ανάλογες εμπειρίες. Για όλους τους παρευρισκομένους, αυτή η γιορτή και οι λουκούλλειες συνήθειές τους, ήταν η μόνη δραστηριότητα που να τους θυμίζει την ανθρώπινη υπόσταση τους, που και αυτή είχε χαθεί, όπως και η γοητεία της μοναδικότητας της κάθε στιγμής.
Πλάσματα που η λογική τους είχε μετατραπεί σε μισαλλοδοξία, είχαν μεταλλάξει την εμμονή τους για γευσηγνωσία, δίνοντας της μια μορφή ιεροτελεστίας. Ο καθένας τους είχε αναπτύξει την δικιά του τεχνική και τακτική. Από το πώς θα βουτήξει το δάχτυλο του, την ποσότητα που θα βάλει, μέχρι και τον τρόπο που θα το κατανείμει στην στοματική του κοιλότητα. Φτάνοντας το δάχτυλο τους κοντά στο στόμα μύριζαν το βούτυρο και μετά το καταβρόχθιζαν με μανία.
Η περίεργη αυτή γιορτή γινόταν κάθε χρόνο στο δεύτερο γέμισμα του φεγγαριού. Θεωρούσαν έτσι ότι ο χρόνος γινόταν πιο συγκεκριμένος και δεν θα υπήρχαν παρερμηνείες και παρεξηγήσεις. Εκτός από την χρονική ακρίβεια που όριζε το φεγγάρι, ταυτόχρονα προσέφερε ένα ωραίο θέαμα στους καλεσμένους. Το πιο σημαντικό όμως για τους παρευρισκομένους ήταν το παραπάνω φως το οποίο και μάζευαν σε βαζάκια των πεντακοσίων μιλιγκράμ ως σουβενίρ. Το εγκλώβιζαν τοποθετώντας γύρο γύρο από το πώμα του μπουκαλιού μια μικρή λωρίδα αλουμινόχαρτου και στον πάτο του ένα μικρό καθρέφτη. Το αλουμινόχαρτο είχε την ιδιότητα να τραβά την προσοχή των ακτίνων του φεγγαριού και τις ξεγέλαγε έτσι ώστε να μπουν στο μπουκάλι. Από εκεί και ύστερα η περιέργεια τους τις έκανε να αντιληφθούν τον καθρέφτη. Οι εκκεντρικές ακτίνες δεν σταματούσαν να κοιτάζονται σε αυτόν και να θαυμάζουν την λαμπερή τους μορφή. Όμως το αλουμινόχαρτο τραβούσε και συνέχιζε να τραβά την προσοχή και άλλων ακτίνων μέχρι που ο συνωστισμός που δημιουργούνταν στο εσωτερικό του μπουκαλιού δημιουργούσε διχόνοια μιας και ο καθρέφτης δεν έφτανε για όλες τις ψηλομύτες ακτίνες. Έτσι αυτό το αναπάντεχο στριμωξίδι αλλά και η δραστηριότητα στο εσωτερικό των δοχείων, έκαναν το μπουκάλι να ακτινοβολεί.
Ήταν η ώρα της συγκομιδής. Οι καλεσμένοι μάζευαν τα τρόπαια τους και δίχως δεύτερη κουβέντα άρχιζαν να παίρνουν βαθιές ανάσες ρουφώντας λαίμαργα το περίεργο μήγμα. Έτσι χορτασμένοι και με ευδιάκριτη την χαρά στα πρόσωπα τους, αφού είχαν καταβροχθίσει το περιεχόμενο όλων τον μπουκαλιών, έτριβαν τις κοιλιές τους με μεγάλη ευχαρίστηση. Η συνάντηση τους είχε εκπληρώσει τον σκοπό της. Φόρεσαν τα παλτά τους και ετοιμάστηκαν για το μοναχικό τους ταξίδι. Θα συνέχιζαν να περιφέρονται σαν σκιές μέχρι το επόμενο ορισμένο από τον χρόνο ραντεβού.
Μόρας Μάριος
|