Η
Σονάτα
του
Σεληνόφωτος
Ανοιξιάτικο
βράδυ.
Μεγάλο
δωμάτιο
παλιού
σπιτιού.
Μια
ηλικιωμένη
γυναίκα,
ντυμένη
στα
μαύρα,
μιλάει
σ'
έναν
νέο.
Δεν
έχουν
ανάψει
φως.
Απ'
τα
δυο
παράθυρα
μπαίνει
ένα
αμείλικτο
φεγγαρόφωτο.
Ξέχασα
να
πω
ότι
η
Γυναίκα
με
τα
Μαύρα
έχει
εκδώσει
δυο
-
τρεις
ενδιαφέρουσες
ποιητικές
συλλογές
θρησκευτική
πνοή.
Λοιπόν,
η
Γυναίκα
με
τα
Μαύρα
μιλάει
στον
νέο.
Άφησε
με
νά
ρθω
μαζί
σου.
Τι
φεγγάρι
απόψε!
Είναι
καλό
το
φεγγάρι,
-
δε
θα
φαίνεται
που
άσπρισαν
τα
μαλλιά
μου.
Το
φεγγάρι
θα
κάνει
πάλι
χρυσά
τα
μαλλιά
μου.
Δε
θα
καταλάβεις.
Άφησέ
με
νά
ρθω
μαζί
σου.
Όταν
έχει
φεγγάρι
μεγαλώνουν
οι
σκιές
μες
στο
σπίτι,
αόρατα
χέρια
τραβούν
τις
κουρτίνες,
ένα
δάχτυλο
αχνό
γράφει
στη
σκόνη
του
πιάνου
λησμονημένα
λόγια
-
δε
θέλω
να
τ'
ακούσω.
Σώπα.
Άφησέ
με
νά
ρθω
μαζί
σου
λίγο
πιο
κάτου,
ως
τη
μάντρα
του
τουβλάδικου,
ως
εκεί
που
στρίβει
ο
δρόμος
και
φαίνεται
η
πολιτεία
τσιμεντένια
κι
αέρινη,
ασβεστωμένη
με
φεγγαρόφωτο
τόσο
αδιάφορη
κι
άυλη,
τόσο
θετική
σαν
μεταφυσική
που
μπορείς
επιτέλους
να
πιστέψεις
πως
υπάρχεις
και
δεν
υπάρχεις
πως
ποτέ
δεν
υπήρξες,
δεν
υπήρξε
ο
χρόνος
κ'
η
φθορά
του.
Άφησέ
με
νά
ρθω
μαζί
σου.
Θα
καθίσουμε
λίγο
στο
πεζούλι,
πάνω
στο
ύψωμα,
κι
όπως
θα
μας
φυσάει
ο
ανοιξιάτικος
αέρας
μπορεί
να
φαντάζουμε
κιόλας
πως
θα
πετάξουμε,
γιατί,
πολλές
φορές,
και
τώρα
ακόμη,
ακούω
το
θόρυβο
του
φουστανιού
μου,
σαν
το
θόρυβο
δυο
δυνατών
φτερών
που
ανοιγοκλείνουν,
κι
όταν
κλείνεσαι
μέσα
σ'
αυτόν
τον
ήχο
του
πετάγματος
νιώθεις
κρουστό
το
λαιμό
σου,
τα
πλευρά
σου,
τη
σάρκα
σου,
κι
έτσι
σφιγμένος
μες
στους
μυώνες
του
γαλάζιου
αγέρα,
μέσα
στα
ρωμαλέα
νεύρα
του
ύψους,
δεν
έχει
σημασία
αν
φεύγεις
ή
αν
γυρίζεις
ούτε
έχει
σημασία
που
άσπρισαν
τα
μαλλιά
μου,
δεν
είναι
τούτο
η
λύπη
μου
-
η
λύπη
μου
είναι
που
δεν
ασπρίζει
κ'
η
καρδιά
μου.
Άφησέ
με
νά
ρθω
μαζί
σου.
Το
ξέρω
πως
καθ
ένας
μοναχός
πορεύεται
στον
έρωτα,
μοναχός
στη
δόξα
και
στο
θάνατο.
Το
ξέρω.
Το
δοκίμασα.
Δεν
ωφελεί.
Άφησέ
με
νά
ρθω
μαζί
σου.
|